- νεφροκύτταρο
- τοβιολ. εξειδικευμένο κύτταρο που έχει απεκκριτική λειτουργία και το οποίο προέρχεται από τη διαφοροποίηση κυττάρων τού περιτοναίου που καλύπτει το κοίλωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrocyte (< νεφρ(ο)-* + κύτταρο)].
Dictionary of Greek. 2013.